chiffonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chiffonnier (fr) αρσενικό, chiffonnière θηλυκό
- αυτός που μαζεύει τα παλιά ρούχα για να τα πουλήσει, ο ρακοσυλλέκτης
- η σιφονιέρα (έπιπλο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- dispute de chiffonniers : καυγάς, θορυβώδης τσακωμός