chocolatier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chocolatier | chocolatiers |
chocolatier (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chocolatier | chocolatiers |
chocolatier (fr) αρσενικό
- που σχετίζεται με την σοκολατοποιία