choroba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | choroba | choroby |
γενική | choroby | chorób |
δοτική | chorobie | chorobom |
αιτιατική | chorobę | choroby |
οργανική | chorobą | chorobami |
τοπική | chorobie | chorobach |
κλητική | chorobo | choroby |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
choroba (pl) θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη chorować
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
choroba (cs) θηλυκό