chouette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
chouette (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- καταπληκτικός, φανταστικός
- Il est chouette ce livre ! - Eίναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chouette | chouettes |
chouette (fr) θηλυκό