chrétienne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chrétienne, θηλυκό του chrétien

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chrétienne chrétiennes

chrétienne (fr) θηλυκό

  1. η χριστιανή

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chrétienne chrétiennes

chrétienne (fr) θηλυκό

  1. χριστιανική