chypriote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chypriote | chypriotes |
chypriote (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : Chypriote |
ενικός | πληθυντικός |
chypriote | chypriotes |
chypriote (fr) αρσενικό ή θηλυκό