ciągłość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ciągłość (pl) θηλυκό
- η συνέχεια, η έλλειψη διακοπής
- (μαθηματικά) η συνέχεια, ιδιότητα συναρτήσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ciąg