cigarette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cigarette cigarettes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cigarette (en)

  • το τσιγάρο
    He limited himself to 5 cigarettes a day.
    Περιορίστηκε σε 5 τσιγάρα την ημέρα.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cigarette (fr)