cigarro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cigarro | cigarros |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cigarro (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cigarro < (άμεσο δάνειο) ισπανική cigarro
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cigarro | cigarros |
cigarro (pt) αρσενικό
- το τσιγάρο