ciklono

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ciklono < ciklon + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ciklono ciklonoj
αιτιατική ciklonon ciklonojn

ciklono (eo)

nombro de mortintoj post ciklono plialtiĝas
ο αριθμός των νεκρών μετά τον κυκλώνα αυξάνεται