circumscribe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | circumscribe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | circumscribes |
αόριστος | circumscribed |
παθητική μετοχή | circumscribed |
ενεργητική μετοχή | circumscribing |
Ρήμα[επεξεργασία]
circumscribe (en)
- περιγράφω, σχεδιάζω μια γραμμή γύρω από κάτι
- (μαθηματικά) σχεδιάζω έναν περιγεγραμμένο κύκλο γύρω από ένα πολύγωνο
- (μεταφορικά) περιορίζω