civila
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | civila | civilaj |
αιτιατική | civilan | civilajn |
civila (eo)
- πολιτικός, που ανήκει στην πολιτική ζωή
- la civila socio - η πολιτική κοινωνία