clan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clan (en)
- γένος, μια ομάδα ανθρώπων, μικρότερη του έθνους, που έχουν ή πιστεύουν ότι έχουν μεταξύ τους συγγένεια και κοινή καταγωγή από έναν (ή μία) αρχικό γεννήτορα
- ένωση οικογενειών στη Σκοτία που έχει έναν κοινό κληρονομικό αρχηγό (πατριά)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clan (fr)