classeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

classeur < class(er) + -eur

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kla.sœʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
classeur classeurs

classeur (fr) αρσενικό

  1. το κλασέρ
  2. ο χαρτοφύλακας ή έπιπλο για την ταξινόμηση εγγράφων
  3. (φιλοτέλεια) είδος άλμπουμ για την κατάταξη των γραμματοσήμων

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]