clerc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- clerc < εκκλησιαστική λατινική clericus < αρχαία ελληνική κλῆρος
- Η λέξη μαρτυρείται από τον 10ο αιώνα.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clerc (fr) αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο κληρικός
- ο σοφός, που έχει μεγάλη μόρφωση
- ο υπάλληλος συμβολαιογράφου