codage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- codage < coder
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
codage | codages |
codage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη coder