coffre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔfʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coffre coffres

coffre (fr) αρσενικό

  1. το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι, το μπαούλο
    il a mis les bouquins dans un coffre de bois
  2. το πορτμπαγκάζ
    tous les bagages sont dans le coffre