collaborateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
collaborateur < → δείτε τις λέξεις collaborer και -ateur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.la.bɔ.ʁa.tœʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | collaborateur | collaborateurs |
θηλυκό | collaboratrice | collaboratrices |
collaborateur (fr)
- o συνεργάτης
- o δωσίλογος, o γερμανοτσολιάς