collapse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
collapse collapses

collapse (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας collapse
γ΄ ενικό ενεστώτα collapses
αόριστος collapsed
παθητική μετοχή collapsed
ενεργητική μετοχή collapsing

collapse (en)

Πηγές[επεξεργασία]