collision

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

collision < μέση γαλλική collision < λατινική collisio < λατινική collidere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kəˈlɪʒən/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
collision collisions

collision (en)

  1. η σύγκρουση
    There were brake marks at the site of the collision.
    Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
  2. (πληροφορική) η σύγκρουση ονομάτων (naming collision) ή κωδικών (hash collision)

Υπώνυμα[επεξεργασία]

(πληροφορική)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

collision (fr)