collision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collision | collisions |
collision (en)
- η σύγκρουση
- ↪ There were brake marks at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ↪ There were brake marks at the site of the collision.
- (πληροφορική) η σύγκρουση ονομάτων (naming collision) ή κωδικών (hash collision)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
(πληροφορική)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collision (fr)
- η πρόσκρουση, η σύγκρουση, το τρακάρισμα