colon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colon (en)
- το κόλον (το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου)
- η άνω και κάτω τελεία, η διπλή τελεία (« : »)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
colon | colons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colon (fr) αρσενικό