columnist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- columnist < column < λατινική columna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɒ.ləm.nɪst/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
columnist (en)
- που διατηρεί μια στήλη στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο