comble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
comble | combles |
comble (fr) αρσενικό
- το άκρον άωτον, το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- les combles