come

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

come (en)

  1. όταν/καθώς ήρθε ο καιρός
  2. όταν έγινε

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας come
γ΄ ενικό ενεστώτα comes
αόριστος came
παθητική μετοχή come
ενεργητική μετοχή coming
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Και σπάνια παθητική μετοχή: comen

come (en)

  1. (αμετάβατο) έρχομαι, εξέρχομαι, βγαίνω, κινούμαι προς η μακριά από ένα πρόσωπο ή μέρος
    Come in/out!
    Έλα μέσα/έξω!
    Come see me.
    Έλα δες με.
    He came out of his room.
    Βγήκε από το δωμάτιό του.
    Flames and smoke were coming from the burning house.
    Φλόγες και καπνοί έβγαιναν από το σπίτι που καιγόταν.
  2. (αμετάβατο) έρχομαι, φτάνω σε ένα μέρος
    She came at noon.
    Ήρθε το μεσημέρι.
    He comes here every day.
    Έρχεται εδώ κάθε μέρα.
    Who came after?
    Ποιος ήρθε μετά;
    I come on behalf of John.
    Έρχομαι εκ μέρους του Γιάννη.
    Come home early tonight.
    Ελάτε σπίτι νωρίς απόψε.
     συνώνυμα: arrive
  3. (αμετάβατο) έρχεται, συμβεί
    There will come a time when…
    Θα έρθει μια ώρα που…
  4. (αμετάβατο) έρχομαι, βγαίνω, έχω μια συγκεκριμένη θέση
    I come first/second/last.
    Έρχομαι πρώτος/δεύτερος/τελευταίος.
    come first/last - βγαίνω πρώτος/δεύτερος
  5. (αμετάβατο) έρχεται, για αγαθά, προϊόντα κτλ., υπάρχει με συγκεκριμένο τρόπο
    They come cheaper if you buy them by the dozen.
    Έρχεται φτηνότερο αν τ' αγοράζεις με τη ντουζίνα.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Phrasal Verbs:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «come-» (αγγλικά)

Πηγές[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

come (it)

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

come (it)