communion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
communion (en) θηλυκό
- (χριστιανισμός) η (θεία) κοινωνία
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
communion (en)
- η ψυχική ταύτιση, η μέθεξη
- (χριστιανισμός) η (θεία) κοινωνία