compatibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- compatibilité < compatible
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compatibilité | compatibilités |
compatibilité (fr) θηλυκό