compelling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

compelling (en)

  1. υποχρεωτικός, εξαναγκαστικός
    compelling reasons - εξαναγκαστική αιτία
    (κάτι που με υποχρεώνει να μην κάνω κάτι άλλο που είχα προβλέψει)
  2. συναρπαστικός, ενδιαφέρων
    The film was compelling.
    Η ταινία ήταν συναρπαστική.
     συνώνυμα: fascinating, gripping, irresistible, enchanting
  3. δραστικός, αποτελεσματικός
    compelling methods
    αποτελεσματικές μέθοδοι
     συνώνυμα: forceful
  4. πειστικός, αδιάσειστος
    compelling evidence
    αδιάσειστα στοιχεία
     συνώνυμα: conclusive, convincing, irrefutable, persuasive

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

compelling (en)