competitive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός competitive
συγκριτικός more competitive
υπερθετικός most competitive

Επίθετο[επεξεργασία]

competitive (en)

  1. ανταγωνιστικός, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία άτομα ή οργανισμοί ανταγωνίζονται
    a competitive policy/tactic - ανταγωνιστική πολιτική/τακτική
    The competitive relations of trade unions and a political party.
    Οι ανταγωνιστικές σχέσεις συνδικάτων και κόμματος.
  2. ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός, που είναι τόσο καλό όσο ή καλύτερο από άλλα
    competitive prices - ανταγωνιστικές/συναγωνιστικές τιμές

Πηγές[επεξεργασία]