complaisant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- complaisant < complaisance
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | complaisant | complaisants |
θηλυκό | complaisante | complaisantes |
complaisant (fr)
- εξυπηρετικός, φιλοφρονητικός
- επιεικής με τον εαυτό του