complexion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

complexion (en)

  1. μεσαιωνική θεωρία περί ποσόστωσης σύνθεσης της φυσιολογίας
    • μία συγκεκριμένη ατομική/προσωπική φυσιολογική ποσόστωση
  2. δερματικός τόνος, δερματική απόχρωση, δερμοτόνος, δερμόχρωση, δερματόχρωση
    • η απόχρωση του προσώπου

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
complexion complexions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

complexion (fr) θηλυκό

  1. σύσταση, το σύνολο των στοιχείων του ανθρώπινου σώματος και του χαρακτήρα
  2. (παρωχημένο) απόχρωση
  3. (παρωχημένο) χαρακτήρας, διάθεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη complexe