compound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

compound (en)

  1. συνθέτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

compound (en)

  1. χημική ένωση
  2. στρατόπεδο
  3. κτιριακό σύμπλεγμα-συγκρότημα
  4. (γλωσσολογία) το σύνθετο, η σύνθετη λέξη ή ένας πολυλεκτικός όρος
    → δείτε τους όρους closed compound, hyphenated compound και open compound

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]