compréhensible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compréhensible | compréhensibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
compréhensible | compréhensibles |
compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό