comprehend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | comprehend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comprehends |
αόριστος | comprehended |
παθητική μετοχή | comprehended |
ενεργητική μετοχή | comprehending |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɒmpɹɪˈhɛnd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /kɑmpɹɪˈhɛnd/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
comprehend (en)