comprehensiveness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- comprehensiveness < comprehensive + -ness
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
comprehensiveness (en) (μη μετρήσιμο)
- η περιεκτικότητα, η πληρότητα, το πλήρες-ολοκληρωμένο εύρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη comprehend