concentré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concentré | concentrés |
θηλυκό | concentrée | concentrées |
concentré (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concentré | concentrés |
concentré (fr) αρσενικό
- κάτι που είναι συμπυκνωμένο, o πολτός
- du concentré de tomates - ντοματοπολτός