concentrate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας concentrate
γ΄ ενικό ενεστώτα concentrates
αόριστος concentrated
παθητική μετοχή concentrated
ενεργητική μετοχή concentrating

Ρήμα[επεξεργασία]

concentrate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, δίνω όλη μου την προσοχή σε κάτι και δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο
    That child cannot concentrate.
    Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί αυτό το παιδί.
    Let him concentrate!
    Άφησέ τον να συγκεντρωθεί!
    Concentrate on your work!
    Συγκεντρώσου στη δουλειά σου!
    We must concentrate all of our efforts into…
    Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες για να…
     συνώνυμα:  centre και focus
  2. (μεταβατικό) συγκεντρώνομαι, φέρνει κάτι μαζί σε ένα μέρος
    Industry is concentrated around the capital.
    Η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη γύρω από την πρωτεύουσα.
    Troops are concentrating at the border.
    Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble
  3. (μεταβατικό) συμπυκνώνω
    foods which are concentrated by dehydration - τροφές που συμπυκνώνονται με αφυδάτωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]