concept

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɒn.sɛpt/ (βρετανικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

concept (en)

  • η έννοια, η ιδέα, η σύλληψη, η αρχή, το κόνσεπτ
    The concept of justice is very important.
    Η έννοια της δικαιοσύνης είναι πολύ σημαντική.
    JavaScript and Java are completely different languages, both in concept and design.
    Η JavaScript και η Java είναι τελείως διαφορετικές γλώσσες, τόσο στη σύλληψη (ως ιδέα) όσο και στον σχεδιασμό.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
concept concepts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

concept (fr) αρσενικό