concept
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concept (en)
- η έννοια, η ιδέα, η σύλληψη, η αρχή, το κόνσεπτ
- ↪ The concept of justice is very important.
- Η έννοια της δικαιοσύνης είναι πολύ σημαντική.
- ↪ JavaScript and Java are completely different languages, both in concept and design.
- Η JavaScript και η Java είναι τελείως διαφορετικές γλώσσες, τόσο στη σύλληψη (ως ιδέα) όσο και στον σχεδιασμό.
- ↪ The concept of justice is very important.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concept | concepts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concept (fr) αρσενικό