concomitance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concomitance | concomitances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concomitance (fr) θηλυκό
- το ταυτόχρονο, η ταυτόχρονη πραγματοποίηση δύο πράξεων