condescendant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | condescendant | condescendants |
θηλυκό | condescendante | condescendantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
condescendant (fr) θηλυκό
- υπεροπτικός, επικριτικός
- συγκαταβατικός (μέχρι τον 19ο αιώνα)