condominium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

condominium (en)

  • πολυκατοικία, κτήριο του οποίου τα διαμερίσματα ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες αλλά το οικόπεδο και ο φέρων οργανισμός ανήκει συλλογικά σε όλους τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων
  • συγκυριαρχία

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

condominium (fr)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

condominium (la)