confondere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

confondere (it)

  1. προκαλώ σύγχυση
  2. φέρνω κάποιον σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση