confrérie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- confrérie < μεσαιωνική λατινική confratria
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.fʁe.ʁi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confrérie | confréries |
confrérie (fr) θηλυκό
- η αδελφότητα
- au sein des rangs de la confrérie - μεταξύ των μελών της αδελφότητας
- το σινάφι
- η συντεχνία