confusão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
confusão (pt) < λατινικό confusĭo -ōnis.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confusão (pt) θηλυκό
- η σύγχυση με την έννοια της παρανόησης, της ασάφειας
- η σύγχυση