confusão

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

confusão (pt) < λατινικό confusĭo -ōnis.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confusão (pt) θηλυκό

  1. η σύγχυση με την έννοια της παρανόησης, της ασάφειας
  2. η σύγχυση