coniuro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coniuro < cum + iuro

Ρήμα[επεξεργασία]

coniuro (la) (coniūrō1, coniūrāvī, coniūrātum, coniūrāre)

Κλίση[επεξεργασία]