conjunction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conjunction < διαμέσου της παλιάς γαλλικής από τη λατινική coniūnctiō (ένωση, σύνδεση) < coniungere "ενώνω, συνδέω"
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conjunction (en)
- ένωση, σύνδεση
- (γραμματική) σύνδεσμος
- (αστρονομία) σύνοδος
- (λογική) ο λογικός τελεστής της σύζευξης
- (λογική) η πρόταση που προκύπτει από το συνδυασμό δύο ή περισσότερων προτάσεων με τον λογικό τελεστή ∧
- (απαρχαιωμένο) σεξουαλική συνεύρεση