connotation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
connotation (en)
- λεκτικός συνειρμός
- (φιλοσοφία, καθομιλουμένη) η υποδήλωση ενός όρου
- ο υπαινιγμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
connotation | connotations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
connotation (fr) θηλυκό
- η συνυποδήλωση, η συνδήλωση
- η απόχρωση