conscientious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | conscientious |
συγκριτικός | more conscientious |
υπερθετικός | most conscientious |
Επίθετο[επεξεργασία]
conscientious (en)
- ευσυνείδητος, ηθικά συνειδησιακός
- ↪ He is a conscientious employee/craftsman/doctor/teacher.
- Είναι ευσυνείδητος υπάλληλος/τεχνίτης/γιατρός/δάσκαλος.
- ↪ A conscientious driver would not leave the victim helpless.
- Ένας ευσυνείδητος οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του.
- ↪ He did a very conscientious job.
- Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά.
- ↪ He is a conscientious employee/craftsman/doctor/teacher.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη conscience