conscio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conscio <
Ρήμα[επεξεργασία]
conscio (la)
- γνωρίζω
- έχω συνείδηση ενός πράγματος, μιας ενέργειας (και για σκευωρία και συνενοχή)