considerar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

considerar (pt) από το λατινικό cοnsiderare

Ρήμα[επεξεργασία]

considerar (pt)

  1. εξετάζω
  2. θεωρώ
  3. λαμβάνω υπ' όψη μου
  4. υπολογίζω, ποντάρω σε κάτι, εκτιμώ