consistent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός consistent
συγκριτικός more consistent
υπερθετικός most consistent

Επίθετο[επεξεργασία]

consistent (en)

  • συνεπής
    He was always consistent in his commitments to me.
    Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντί μου.

Πηγές[επεξεργασία]